- αλεξίλυπος
- ος , ον позволяющий забыть горе, печаль
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλεξίλυπος — η, ο αυτός που απομακρύνει τις λύπες, που προκαλεί ευθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξι * (< ἀλέξω) + λύπη] … Dictionary of Greek
αλεξι- — Γλωσσ. α συνθετικό ονομάτων τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με το ρ. ἀλέξω «προστατεύω, αποκρούω, υπερασπίζω», ανήκει δε στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων με ρηματικό α συνθετικό σε (σ)ι… … Dictionary of Greek
λύπη — η (AM λύπη) 1. το δυσάρεστο συναίσθημα που προέρχεται από ψυχικό πόνο, η θλίψη, η στενοχώρια, η πικρία, σε αντιδιαστολή με τη χαρά (α. «με λύπη εγκάρδια εθεωρούσε όλα τα μνήματα», Σολωμ. β. «οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά ἐστιν», Ξεν.) 2 … Dictionary of Greek